- κώμη
- Ονομασία έξι οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 32 χλμ., Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένιας.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 253 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουπρασίας.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 227 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 22 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτροπόλεως Θέρμης του νομού Λέσβου.
5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 222 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο μέσο του νησιού, 19 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωμβούργου του νομού Κυκλάδων.
6. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στον μυχό του όρμου της Καλαμωτής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου.
* * *η (Α κώμη)νεοελλ.οικιστική περιοχή μεγαλύτερη τού χωριού και μικρότερη τής πόλης, η οποία ταυτίζεται πολλές φορές με την κωμόπολη ή με περιοχή έκτασης και πληθυσμού ενός χωριού αλλά με πιο ανεπτυγμένη πολιτιστική ζωήαρχ.1. ατείχιστο χωριό, αντίστοιχο με τον δήμο τής Αττικής («κατοικημένων κατὰ κώμας», Ηρόδ.)2. συνοικία («διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κεῖμαι, γοτθ. haims «χωριό», λιθουαν. kaima(s), kiemas, με την ίδια σημ., λατ. civis «πολίτης». Η σύνδεση όμως με τη λεξιλογική ομάδα τού κεῖμαι παρουσιάζει σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. kekemena «μοιρασμένα», οπότε ανάγεται σε ρίζα *kei- «μοιράζειν» (πρβλ. κεάζω, κείω).ΠΑΡ. αρχ. κωμαίος, κωμηδόν, κωμήτης, κωμήτωρ, κώμιον, κωμύβριον μσν. κωμίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμοδρόμος, κωμόπολη(-ις)αρχ.κωμάρχης, κώμαρχος, κωμογραμματεύς, κωμοκάτοικος, κωμομισθωτήςμσν.κωμοπολίτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ανεξικώμη, γεγωνοκώμη].
Dictionary of Greek. 2013.